Στο δύσκολο σημερινό επιχειρηματικό περιβάλλον της Ελληνικής Οικονομίας, η κτηνοτροφία και συνεπώς και η προβατοτροφία βρίσκονται τα τελευταία χρόνια υπό συνεχή πίεση.
Οι πτωτικές τιμές του πρόβειου γάλακτος αλλά και του πρόβειου κρέατος οδηγούν πολλούς κτηνοτρόφους σε ασφυξία, η οποία και αποτυπώνεται στην συρρίκνωση του κλάδου.
Ι. Βιωσιμότητα – μέγεθος κοπαδιού
Οι ετήσιες απογραφές, όπως αποτυπώνονται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή (Συνημμένο 1), δείχνουν μία μείωση του αριθμού των εκμεταλλεύσεων από 114.579 το 2009 σε 87.505 το 2016 (μείωση 24%), η οποία και αφορά κυρίως τις πολύ μικρές εκμεταλλεύσεις (από 1-9 & από 10-49 πρόβατα), που αποτελούν όμως το 52% του συνόλου των εκμεταλλεύσεων κατέχοντας ~ 14% του αριθμού των ζώων. Οι μικρές εκμεταλλεύσεις (από 50-99 πρόβατα – 15%) και οι μεγαλύτερες (>100 προβάτων – 33%) έδειξαν ότι κατόρθωσαν να απορροφήσουν τις επιπτώσεις της κρίσης.
Η τελευταία κατηγορία (εκμεταλλεύσεις >100 προβάτων,) στην οποία κυρίως ανήκει η σταβλισμένη προβατοτροφία, παρουσίασε μάλιστα μία οριακή αύξηση 1,5% από το 2009-2016, δείχνοντας σαφώς ότι η βιώσιμη κτηνοτροφική εκμετάλλευση θα πρέπει να κινηθεί σε μεγαλύτερα μεγέθη κοπαδιού, όπως άλλωστε είναι και η πρακτική στις πιο εξελιγμένες στην προβατοτροφία χώρες (μοντέλο Ισπανίας 1800 γαλακτοπαραγωγικά ζώα, Γαλλία 1500-2000 μονάδες, Ισραήλ 1200 παραγωγικά πρόβατα).
ΙΙ. Τιμή Κρέατος – Στροφή στα μεγαλύτερα αρνιά
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή το 2017 η μέση τιμή του σφάγιου κινήθηκε στα 4,95 €/κιλό παρουσιάζοντας αύξηση 3,2% από το 2016 για τα βαριά αρνιά (σφάγιο >13 κιλών), ενώ η μέση τιμή για τα ελαφρύτερα αρνιά (σφάγιο <13 κιλά) έφτασε το 5,95 €/κιλό παρουσιάζοντας μείωση κατά 3,8% από το 2016 (Συνημμένο 2).
Στους ανωτέρω πίνακες η Ελλάδα δεν έδωσε καθόλου τιμές για τα βαρύτερα αρνιά, ενώ για τα ελαφρύτερα οι τιμές της Ελλάδας κινήθηκαν από 4,37 – 5,36 € (κινούμενες πτωτικά από τις 23/10-4/12/2017), δηλ. κατά 14-19% λιγότερο από τη μέση τιμή στην Ευρώπη των 28. Οι τιμές μας συγκρίνονται μόνο με την Πορτογαλία που εκεί όμως μετά τον Σεπτέμβριο του 2017 παγιώθηκε στα 5,2 €/κιλό.
Ας σημειωθεί εδώ ότι η Ελλάδα αποτελεί την 3η μεγαλύτερη παραγωγική χώρα της Ευρώπης στο πρόβειο κρέας (11% του συνόλου των σφάγιων) με 4,78 εκ. σφάγια μετά την Ισπανία με 10,08 εκ.(23%) και 1η την Αγγλία με 14,52 εκ. (33%) σφάγια. H Ευρώπη σύμφωνα με τους πίνακες παρουσιάζει επάρκεια στο πρόβειο κρέας σταθερά 87%, εισάγοντας κάθε χρόνο 190.000 τόνους κυρίως από την Νέα Ζηλανδία (88%) (Συνημμένο 3).
Με εξαίρεση ίσως την Ιταλία, η υπόλοιπη Ευρώπη αλλά και η Μέση Ανατολή καταναλώνουν κυρίως βαρύτερα αρνιά (σφάγια >13 κιλών και έως 25 κιλά). Καθώς δε είναι γνωστό ότι η πάχυνση δίδει μεγαλύτερο περιθώριο κέρδους στον παραγωγό, αξίζει να στραφεί κυρίως η σταβλισμένη κτηνοτροφία στην εκτροφή και πάχυνση των αρνιών, τα οποία να διαθέσει στην κατανάλωση ή να τα οδηγήσει σε εξαγωγές με όφελος τόσο για τους παραγωγούς όσο και την ίδια τη χώρα.
Προς το παρόν η ενέργεια αυτή έχει μείνει στα χέρια των ζωεμπόρων, οι οποίοι αγοράζουν ελαφρά αρνιά από τους παραγωγούς που λόγω της οικονομικής κρίσης και της έλλειψης ρευστότητας και χώρου επείγονται να τα πουλήσουν ώστε να σταματήσουν να τα εκτρέφουν με ειδικά σιτηρέσια και προτιμούν να ρευστοποιήσουν νωρίτερα με μικρότερο κέρδος.
Μία λύση για τους μικρότερους αλλά και μεγαλύτερους παραγωγούς είναι η κατασκευή – από συνεταιρισμούς ? – στάβλων πάχυνσης καθώς και η προσπάθεια σύναψης εμπορικών συμφωνιών απευθείας με τους μεγάλους καταναλωτές. Κλειδί σ’αυτή την προσπάθεια είναι η οργάνωση των κέντρων πάχυνσης με πιστοποίηση της λειτουργίας τους (HACCP) ώστε το προϊόν, το οποίο είναι γνωστό στο εξωτερικό για την ποιότητα και τη γεύση του να γίνει ελκυστικό και για τους μεγάλους καταναλωτές του εξωτερικού, οι οποίοι επιζητούν αξιοπιστία και μέγεθος, σταθερή και πιστοποιημένη παραγωγή.
Χρειάζεται όμως στρατηγική, όραμα και ανθρώπους που θα τολμήσουν ώστε η Ελλάδα να εισέλθει ανταγωνιστικά σ’ αυτές τις αγορές.
Εντύπωση προκαλεί η παντελής έλλειψη στρατηγικής και ενημέρωσης από πλευράς του κράτους για την προώθηση τέτοιων ενεργειών που θα δώσουν ώθηση στην Ελληνική προβατοτροφία, βγάζοντας τους κτηνοτρόφους από το τέλμα της οριακής (αν υπάρχει και αυτή) κερδοφορίας στο κρέας, ωθώντας τους να περιορίζουν την προσδοκία τους στο γάλα αφήνοντας τους κατ’ αυτό τον τρόπο ευάλωτους σε οιαδήποτε διακύμανση της τιμής γάλακτος από τις εταιρείες μεταποίησης. Στις οργανωμένες φάρμες του εξωτερικού τα έσοδα από την πώληση σφάγιων αποτελούν ένα σοβαρό ποσοστό (20-40%) του τζίρου.
Επίσης εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι δεν υπάρχει ουδείς στο Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης ή στο Υπουργείο Ανάπτυξης που μπορεί να δώσει σαφείς πληροφορίες για τις εμπορικές συμφωνίες που ισχύουν μεταξύ της Ελλάδας και των άλλων κρατών πλην της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή για τις προϋποθέσεις εξαγωγής και τους κανονισμούς που ισχύουν σε άλλα κράτη, ώστε να ενημερωθεί κάποιος που ενδιαφέρεται να προσεγγίσει ξένες αγορές για εξαγωγή είτε ζώντων ζώων ή σφάγιων. Παραπέμπουν για πληροφορίες στους εμπορικούς ακολούθους των πρεσβειών της Ελλάδας στο εξωτερικό, οι οποίοι καλούνται να παρέχουν σε κάθε ενδιαφερόμενο αυτή την πληροφορία! Κινήσεις που συχνά αποθαρρύνουν προσθέτοντας βαθμούς δυσκολίας σε ένα ούτως ή άλλως δύσκολο εγχείρημα.
ΙΙΙ. Τιμή Γάλακτος – Στρατηγικός σχεδιασμός παραγωγής & διεθνής προώθηση υψηλής ποιότητας γαλακτοκομικών προϊόντων
Ένας σημαντικός παράγοντας για την πίεση στη τιμή του πρόβειου γάλακτος είναι η έλλειψη στρατηγικού σχεδιασμού παραγωγής υψηλής ποιότητας γαλακτοκομικών προϊόντων (τυρί, γιαούρτι, κρέμες κλπ) με βάση το πρόβειο γάλα, τα οποία θα αποκτήσουν brand name κατακτώντας τις αγορές του εξωτερικού.
Αφήνοντας απροστάτευτη τη φέτα είτε ως εθνικό προϊόν Π.Ο.Π. είτε ανεχόμενοι την παραγωγή κατώτερης ποιότητας λευκού τυριού με πολλές φορές ύποπτες μεθόδους παρασκευής και πρώτες ύλες, επιτρέπουμε την κατάρρευση της αγοράς της από δικές μας ενέργειες. Αποτέλεσμα είναι η απαξίωση του προϊόντος που επιτρέπει την διείσδυση στην διεθνή αγορά ανταγωνιστικών τυριών άλλης προέλευσης, η δυσκολία διάθεσης της ποιοτικής φέτας, η μείωση της τιμής της διεθνώς, η συρρίκνωση παραγωγής της και τέλος οι πιέσεις στην τιμή του πρόβειου γάλακτος.
Σε μία πρόσφατη έρευνα-μελέτη της ΚPMG για την εκτίμηση της διεθνούς αγοράς του πρόβειου γάλακτος με σκοπό την ανάπτυξη του τομέα αυτού στην Νέα Ζηλανδία, τονίζεται:
«Όλα τα σημεία δείχνουν ότι εισερχόμαστε σε μία περίοδο μίας άνευ προηγουμένου αλλαγής στην παγκόσμια αγορά αγρο-τροφίμων. Κάθε εβδομάδα παρατηρούμε διεθνώς αναγνωρισμένους οίκους, καθώς και start-up επιχειρήσεις νέας τεχνολογίας, να επενδύουν στον αναπροσδιορισμό του τρόπου παραγωγής, μεταποίησης, διανομής και κατανάλωσης προϊόντων. Πολλοί επαναπροσδιορίζουν ακόμα και τι αντιλαμβανόμαστε ως τρόφιμο. Η μόνη σταθερά για την επόμενη δεκαετία ή περισσότερο θα είναι η αλλαγή. Οι εταιρείες που θα μπορούν να επιβιώσουν και να αναπτυχθούν θα είναι αυτές με την δυνατότητα να ανταποκριθούν στις ευκαιρίες που θα προκύψουν από αυτές τις κοσμογονικές αλλαγές». (Συνημμένο 4)
Συμπερασματικά
Σε αυτό το ανταγωνιστικό περιβάλλον εμείς προς το παρόν δείχνουμε όχι μόνο να μη μπορούμε να μελετούμε τις ραγδαίες αλλαγές στον παγκόσμιο χάρτη αλλά και να καταστρέφουμε μόνοι μας κοντόφθαλμα όλα τα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα.
Θα ανταποκριθούμε στις νέες προκλήσεις όλοι μαζί ή θα καταστραφούμε όλοι μαζί; Μέσος δρόμος δεν φαίνεται να υπάρχει…